Ispahan (Embiríkos)
A tempest of the sharpest shape swept over the land.
Roaring rocks rumbled onto broad-banked ponds
and the pained fish was dragged to the departure dock.
There, no aid was found, for the bellow of behemoths,
scattered its flight both here and both there
and mushrooms muffled the true events in the backshop
of a passing wedding procession of sighs of a new planet's prop.
Afterwards, allure abandoned all allurements. Silences slipped into a spectral state, scarcely seen.
Dromedaries doused the drama of devastation, decidedly demure. The temporal regions of the terminated thrived.
Pigeons panted, partaking of the pond's pith, through a narrowed nave, nimbly navigated,
in the most minuscule meander of their march, mauled by mockery, met with the muffled mutters of madness, by matriarchs and by minors more meager than the merest marrow of a bat.
Original in Modern Greek
Καταιγίς οξυτάτης μορφής εσκέπασε τη χώρα.
Βράχοι ωρυόμενοι επέπεσαν κατά των πλατυγύρων λιμνών
και το πονεμένο ψάρι σύρθηκε ως το σταθμό των αναχωρητών.
Εκεί δε βρέθηκε καμιά βοήθεια γιατί το βέλασμα των μεγαλοσαύρων
εσκόρπισε τα φτερουγίσματά του κι από δω κι από κει
και τα μανιτάρια παρεσιώπησαν τα πραγματικά γεγονότα
στην περιιπτάμενη γαμήλιο πομπή των στεναγμών ενός νέου πλανήτου.
Κατόπι δεν είχε τίποτε την ίδια σημασία. Η ησυχία δεν υπήρχε ως οντότης πραγματική.
Ο όλεθρος εχαλιναγωγείτο από καμήλους. Οι κρόταφοι των νεκρών ανθούσαν.
Τα λίγα περιστέρια εκοπίαζαν γιατί ο πολτός της λίμνης είχε σχηματίσει διώρυγα
στο στενότατο σημείο του περάσματός τους από χιλιόστομες ύβρεις καταπατημένες με γδούπο αλλοφροσύνης μανάδων και μικρών παιδιών ισχνοτέρων και από τα κόκαλα μιας νυχτερίδος.
Member discussion