I Adore (Kavvadías)
I adore all that's afflicted in the world's wide sweep,
Their dimmed dewy eyes, the diseased humans heap,
The dry, denuded trees and the deserted parks' creep,
The dead cities, the darkest dens deep.
The bent-back travelers who trek with trifles tight,
For far-off cities, as they set out by night.
The blind buskers bellowing on bustling streets,
The poor, the vagrants, those with nothing to eat
The pale girls perennially pending
For knights known of nocturnal dreaming
From vast vastness their visage to unveil
The slumbering swans snug on the snowy wings' sweep
The ships setting sail for fresh, far quests,
Unsure if ever they'll return to their nests.
I adore, and with them, I'd depart on these jests,
Nor return, nor reckon the rests.
I adore the weeping, wondrous women
Who stare afar, who stare only sadly.
I adore all in this world, all that is weeping,
For it mirrors me, in sorrow steeping.
Original in Modern Greek
Αγαπάω τ’ ό,τι θλιμμένο στον κόσμο,
Τα θολά τα ματάκια, τους άρρωστους ανθρώπους,
Τα ξερά, γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
Τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
Για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε.
Τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
Τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε
Τα χλωμά τα κορίτσια που πάντα προσμένουν
Τον ιππότη που είδαν μια βραδιά στο όνειρό τους
Να φανεί απ τα βάθη του απέραντου δρόμου
Τους κοιμώμενους κύκνους πάνω στ’ ασπροφτερό τους
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
Και δεν ξέρουν καλά αν θα γυρίσουν ποτέ πίσω
Αγαπάω, και θα θελα μαζί τους να πάω,
Κι ούτε πια να γυρίσω
Αγαπάω τις κλαμένες, ωραίες γυναίκες
Που κοιτάνε μακριά, που κοιτάνε θλιμμένα.
Αγαπώ σε τούτον τον κόσμο ό,τι κλαίει
Γιατί μοιάζει με μένα.
Member discussion